- ἀμφίβασις
- ἀμφιβᾰσις, εως, ἡ,A defence of fallen comrade,
δεῖσε δ' ὅ γ' ἀμφίβασιν . . Τρώων Il.5.623
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δεῖσε δ' ὅ γ' ἀμφίβασιν . . Τρώων Il.5.623
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀμφίβασις — fem nom sg ἀμφιβασις defence of fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφίβασις — ἀμφίβασις ( εως), η (Α) [ἀμφιβαίνω] η υπεράσπιση τραυματισμένου συντρόφου με μάχη που δίνεται γύρω από αυτόν … Dictionary of Greek
ἀμφιβάσεις — ἀμφίβασις fem nom/voc pl (attic epic) ἀμφίβασις fem nom/acc pl (attic) ἀμφιβά̱σεις , ἀμφιβαίνω go about aor subj act 2nd sg (epic doric) ἀμφιβασις defence of fem nom/voc pl (attic epic) ἀμφιβασις defence of fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφίβασιν — ἀμφίβασις fem acc sg ἀμφιβασις defence of fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφιβαίνω — ἀμφιβαίνω (Α) 1. περπατώ ολόγυρα, περιφέρομαι, τριγυρίζω 2. επιβαίνω, ιππεύω, καβαλικεύω 3. στέκομαι επάνω από τραυματισμένο φίλο μου για να τόν προστατεύσω, να τόν καλύψω 4. (για πολιούχες θεότητες) προστατεύω 5. και για τα ζώα που φυλάνε τα… … Dictionary of Greek
βάση — η (AM βάσις) 1. το σημείο ή το μέρος όπου πατάει ή στηρίζεται κάποιος ή κάτι, υπόβαθρο, θεμέλιο («η βάση της σκάλας», «βάσις του κίονος») 2. ανατ. το σημείο στήριξης ή το πλατύτερο μέρος ορισμένων μερών του σώματος («η βάση της κεφαλής») 3. (γεωμ … Dictionary of Greek